- ἦτορ
- ἦτορ, τό, [dialect] Ep. and Lyr. word, always in nom. or acc.; exc. dat.A
ἤτορι Simon.37.6
codd. Ath.:—heart. ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦ. ἀνὰ στόμα my heart beats up to my throat, Il.22.452; the seat of life, life,φίλον ἦ. ὀλέσσαι 5.250
, etc.; λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦ. 21.114, etc.; ἀνέψυχον φίλον ἦ. 13.84; τὰς δ' ἐσσυμένως λίπεν ἦ. Q.S.1.257 (v.l.): most freq., as the seat of feeling, passion, desire, etc., ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἧ. Il.21.389; κατεπλήγη φίλον ἦ. 3.31; ἄχεϊ βεβολημένος ἦ. 9.9; μινύθει δέ μοι ἔνδοθεν ἦ. Od.4.467;ἐν δέ οἱ ἦ. χαίρει A.R.4.169
; βοᾷ <μοι> μελέων ἔντοσθεν ἦ. A.Pers.991 (lyr.); ποτῆτος ἄσασθαι φίλον ἦ. Il. 19.307; ποθέουσα φίλον κατατήκομαι ἦ. Od.19.136; εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἦ. Pi.O.1.4;Κύκλωπας ὑπέρβιον ἦ. ἔχοντας Hes.Th.139
;ἦ. ἄλκιμον Pi.N.8.24
(so ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦ. Il.20.169); of the reasoning powers,ἐν δέ οἱ ἦ. στήθεσσιν . . διάνδιχα μερμήριξεν Il. 1.188
, cf. 15.252;Ζηνὸς ἦ. λιταῖς ἔπεισε Pi.O.2.79
. (Cf. OHG. ādara, OE. æ[combacute]dre 'vein', pl. 'kidneys'.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.